καρτερόχειρ

καρτερόχειρ
καρτερόχειρ
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καρτερόχειρ — καρτερόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (Α) αυτὸς που έχει δυνατά χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + χείρ] …   Dictionary of Greek

  • καρτερόχειρος — καρτερόχειρ masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”